- ζυγιαστής
- ο (θηλ. ζυγιάστρα, πληθ. ζυγιαστάδες) [ζυγιάζω]1. ζυγιστής2. (μτφ. το θηλ.) η ζυγιάστρααυτή που έχει την ικανότητα να ψυχολογεί και να εκτιμά πρόσωπα και πράγματα, καθώς και αυτή που προχωρεί στους αισθηματικούς δεσμούς της υπολογίζοντας ακριβώς τους σκοπούς και τα συμφέροντά της3. το αρσ. ως ουσ. το βαρίδι τού ζυγού («ο ζυγιαστής τού κανταριού»).
Dictionary of Greek. 2013.